χορωδώ

χορωδώ
-έω, Α
1. τραγουδώ μετέχοντας σε χορό θεάτρου
2. τραγουδώ χορεύοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + -ῳδῶ (< -ῳδός < ᾠδή), πρβλ. κωμ-ῳδῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χορωδία — Σύνολο τραγουδιστών, που εκτελούν σε ταυτοφωνία ή χωρισμένοι σε περισσότερες ομάδες μια μουσική σύνθεση. Στην κοινή γλώσσα, ο όρος σημαίνει ακόμα και τα αποσπάσματα μουσικών έργων, που γράφτηκαν για χ. Στην Ελλάδα, ιδιαίτερα μάλιστα στο θέατρο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”